Τι σημαίνει το λήμμα " Κάθεξις" ?
Η λέξη «Κάθεξις» δεν απαντάται σε λεξικά της σύγχρονης Ελληνικής Γλώσσας.
Ετυμολογικά η λέξη «Κάθεξις» προέρχεται από το ρήμα «έχω» και την πρόθεση «κατά».
Σύμφωνα με το Μέγα Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης των Henry George Liddell & Robert Scott «Κάθεξις» σημαίνει «κατοχή», «συγκράτηση» και απαντάται σε κείμενα του Θουκυδίδη, και με βάση το Αναλυτικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής του Πελέκη «Κάθεξις» σημαίνει «κατοχή, κράτημα, περιορισμός, αναχαίτιση, εμπόδισμα».
Ωστόσο, η αίθουσα Παιδείας και Πολιτισμού «Κάθεξις» δανείστηκε το όνομά της από την Φροϋδική έννοια του όρου.
Στο Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης των Laplanche και Pontalis το λήμμα «Κάθεξις» το συναντάμε με τον όρο «Επένδυση».
Ειδικότερα, σύμφωνα με το Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης το λήμμα Κάθεξις στις διάφορες γλώσσες αποδίδεται με τις κάτωθι λέξεις:
= D. : Besetzung. - En. : cathexis. - Es. : carga. - FT. : investissement. - /. : carica ή investimento. - P. : carga ή investimento.
Με βάση την Οικονομική Ψυχαναλυτική έννοια «Κάθεξις» είναι το φαινόμενο κατά το όποιο μία ορισμένη ψυχική ενέργεια είναι συνδεδεμένη με μία αναπαράσταση ή μία ομάδα αναπαραστάσεων, ένα μέρος του σώματος, ένα αντικείμενο, κ.λπ.
*
Ο όρος Besetzung χρησιμοποιείται συνεχώς μέσα στο φροϋδικό έργο· μπορεί να ποικίλλουν η έκταση και η εμβέλεια του, αλλά είναι παρών σε όλες τις φάσεις της σκέψης του Φρόυντ.
Εμφανίζεται το 1895, στις Μελέτες για την υστερία (Studien iiber Hysterie) και στο Σχεδίασμα μιας επιστημονικής ψυχολογίας (Entwurf einer Psychologie).
*
Η έννοια της επένδυσης, όπως άλλωστε το μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών εννοιών, αποτελεί μέρος του εννοιολογικού συστήματος του Φρόυντ, ό ίδιος όμως δεν έχει καταλήξει σε μια αυστηρή θεωρητική επεξεργασία της.
Άλλωστε, αυτές οι έννοιες μεταδόθηκαν εν μέρει στον «νεαρό Φρόυντ» από τους νευροφυσιολόγους, οι όποιοι τον είχαν επηρεάσει (Briicke, Meynert, κ.λπ.). Αυτή ή κατάσταση πραγμάτων εξηγεί μερικώς την αβεβαιότητα στην οποία βρίσκεται ο αναγνώστης του Φρόυντ, σχετικά με την απάντηση σε ορισμένα ερωτήματα:
- Η χρήση του όρου επένδυση ποτέ δεν υπήρξε απαλλαγμένη από κάποια αμφισημία, η οποία δεν αίρεται από την αναλυτική θεωρία. Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται με μεταφορική σημασία: υποδεικνύει τότε μιαν απλή αναλογία μεταξύ των ψυχικών επιχειρήσεων και τής λειτουργίας ενός νευρικού συστήματος, που γίνεται κατανοητό με βάση ένα ενεργειακό μοντέλο.
Όταν γίνεται λόγος για επένδυση μιας αναπαράστασης, προσδιορίζεται μία ψυχολογική επιχείρηση σε μια γλώσσα που θυμίζει, δι' αναλογίας, έναν φυσιολογικό μηχανισμό, ό όποιος θα μπορούσε να λειτουργεί παράλληλα με την ψυχική επένδυση [επένδυση ενός νευρώνα, ενός ίχνους που ενέγραψε στον εγκέφαλο κάποιο γεγονός του παρελθόντος (engramme)]. Αντιθέτως, όταν γίνεται λόγος για επένδυση ενός αντικειμένου, σε αντιδιαστολή προς την επένδυση μιας αναπαράστασης, χάνεται το έρεισμα της έννοιας ενός ψυχικού συστήματος ως κλειστού συστήματος ανάλογου προς το νευρικό σύστημα. Μπορεί κανείς να πει ότι μια αναπαράσταση είναι φορτισμένη και ότι το πεπρωμένο της εξαρτάται από τις αυξομειώσεις αυτής της φόρτισης, ενώ η επένδυση ενός πραγματικού αντικειμένου, ανεξάρτητου, δεν μπορεί να έχει την ίδια «ρεαλιστική» σημασία. Μία έννοια, όπως αυτή της εσωστρέφειας, (μετάβαση από την επένδυση ενός πραγματικού αντικειμένου στην επένδυση ενός ενδοψυχικού φανταστικού αντικειμένου) αναδεικνύει εμφανώς αυτή την αμφισημία: είναι πολύ δύσκολο να συλλάβει κανείς την ιδέα ότι η ενέργεια διατηρείται κατά τη διάρκεια αυτής της απόσυρσης.
Φαίνεται ότι ορισμένοι ψυχαναλυτές ανακαλύπτουν σε έναν όρο, όπως αυτός της επένδυσης, την αντικειμενική εγγύηση ότι η δυναμική ψυχολογία τους είναι, ή τουλάχιστον δικαιούται να είναι, συνδεδεμένη με τη νευροφυσιολογία. Πράγματι, χρησιμοποιώντας εκφράσεις όπως: επένδυση ενός μέρους του σώματος, επένδυση του αντιληπτικού συστήματος, κ.λπ., μπορεί κανείς να έχει την εντύπωση ότι χρησιμοποιεί μία νευρολογική γλώσσα και ότι δημιουργείται μία σύνδεση μεταξύ τής ψυχαναλυτικής θεωρίας και κάποιας νευροφυσιολογίας, άλλα στην πραγματικότητα αυτό δεν είναι σύνδεση, άλλα μόνο μετατόπιση της πρώτης στον χώρο της δεύτερης.
- Μία άλλη δυσκολία εμφανίζεται όταν ή έννοια τής επένδυσης συνδέεται με τοπικές έννοιες. Αφ΄ ενός, υποτίθεται ότι οποιαδήποτε επενδυτική ενέργεια προέρχεται από τις ενορμήσεις· αφ' έτερου όμως γίνεται λόγος για μια ιδιαίτερη επένδυση για κάθε σύστημα. Η δυσκολία είναι εμφανώς αισθητή στην περίπτωση της λεγόμενης ασυνείδητης επένδυσης. Πράγματι, αν θεωρήσουμε ότι αυτή ή επένδυση είναι λιβιδινικής προέλευσης, οδηγούμεθα στο να θεωρήσουμε ότι ωθεί συνεχώς τις επενδεδυμένες αναπαραστάσεις προς τη συνείδηση και την κινητικότητα· συχνά όμως ο Φρόυντ αναφέρεται στην ασυνείδητη επένδυση σαν να πρόκειται για μία συνεκτική δύναμη, χαρακτηριστική του ασυνειδήτου συστήματος και ικανή να προσελκύει τις αναπαραστάσεις: αυτή η δύναμη παίζει έναν κυρίαρχο ρόλο κατά την απώθηση. Μπορεί λοιπόν κανείς να διερωτηθεί αν ό όρος επένδυση δεν καλύπτει ετερογενείς έννοιες.
- Μπορεί ή έννοια τής επένδυσης να περιορισθεί στην οικονομική της εκδοχή; Οπωσδήποτε, για τον Φρόυντ, αυτή αφομοιώνεται με την ιδέα μιας θετικής φόρτισης, πού αποδίδεται σε ένα αντικείμενο ή σε μία αναπαράσταση. Όμως, στο κλινικό και περιγραφικό επίπεδο δεν αποκτά μία ευρύτερη έννοια; Πράγματι, στον προσωπικό κόσμο του υποκειμένου τα αντικείμενα και οι αναπαραστάσεις προσδιορίζονται από ορισμένες αξίες, οι όποιες οργανώνουν το πεδίο της αντίληψης και της συμπεριφοράς. Από τη μια πλευρά, αυτές οι αξίες μπορεί να εμφανίζονται ως ποιοτικά ετερογενείς, σε σημείο ώστε να είναι δύσκολο να συλλάβει κανείς ισοδυναμίες ή υποκαταστάσεις μεταξύ τους. Από την άλλη πλευρά διαπιστώνουμε ότι ορισμένα αντικείμενα, κυρίαρχης αξίας για το υποκείμενο, προσδιορίζονται όχι από θετική, άλλα από αρνητική φόρτιση: έτσι, το φοβικό αντικείμενο δεν είναι απο-επενδεδυμένο, άλλα ισχυρότατα «επενδεδυμένο» εφ' όσον πρέπει-να-αποφεύγεται.
Μπορεί λοιπόν κανείς να αισθανθεί τον πειρασμό να εγκαταλείψει την οικονομική γλώσσα και να μεταφέρει τη φροϋδική έννοια της επένδυσης μέσα στα πλαίσια ενός εννοιολογικού συστήματος, το όποιο εμπνέεται από τη φαινομενολογία και όπου κυριαρχούν οι ιδέες της σκοπιμότητας, τού αντικειμένου -αξία, κ.λπ. Επιπλέον, συναντά κανείς στη γλώσσα του Φρόυντ εκφράσεις, που μπορούν να δικαιολογήσουν αυτή την άποψη. Έτσι, στο άρθρο πού έγραψε στα γαλλικά Ορισμένες απόψεις για μία συγκριτική μελέτη των υστερικών και οργανικών κινητικών παραλύσεων (Quelques considerations pour une etude comparative des paralysies motrices organiques et hysteriques, 1893), χρησιμοποιεί ως αντίστοιχο του Affektbetrag (ποσό συναισθήματος) τον όρο «συναισθηματική αξία» (valeuraffective). Σε άλλα κείμενα, ο όρος επένδυση φαίνεται να υποδηλώνει λιγότερο μια μετρήσιμη φόρτιση λιβιδινικής ενέργειας και περισσότερο συναισθηματικές επιθυμίες ποιοτικά διαφοροποιημένες: έτσι, το μητρικό αντικείμενο, όταν λείπει για το βρέφος, ονομάζεται «επενδεδυμένο με νοσταλγία» (Sehnsuchtbe-setzung).
*
Όποιες κι αν είναι οι δυσκολίες, που προκύπτουν από τη χρήση της έννοιας επένδυση, είναι γεγονός ότι οι ψυχαναλυτές δεν μπορούν να την αγνοήσουν όταν πρόκειται να εξηγήσουν πολυάριθμα κλινικά δεδομένα ή ακόμη να εκτιμήσουν την εξέλιξη της θεραπείας. Ορισμένες παθήσεις φαίνεται να αναδεικνύουν την ιδέα ότι το υποκείμενο έχει στη διάθεση του μία ορισμένη ποσότητα ενέργειας, την οποία κατανέμει ποικιλοτρόπως στη σχέση του με τα αντικείμενα και με τον εαυτό του. Έτσι, σε μια κατάσταση όπως το πένθος, η έκδηλη πτώχευση των σχέσεων του υποκειμένου εξηγείται από την υπερεπένδυση του απολεσθέντος αντικειμένου, σαν να είχε εγκατασταθεί ένα πραγματικό ενεργειακό ισοζύγιο μεταξύ των διαφόρων επενδύσεων των εξωτερικών ή φαντασιωτικών αντικειμένων, του σώματος, του εγώ, κ.λπ.
-
Laplanche, J., &, Pontalis, J., B. (1986). Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης (μτφρ. Καψαμπέλης Β. – Χαλκούση, Λ. – Σκούλικα, Α. – Αλούπης, Π.). Αθήνα: Κέδρος.
-
Liddell, H., &, Scott, R. (2007). Μέγα Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης. Αθήνα: Σηδέρης, Ι.
-
Πελέκης, Μ. (2004). Αναλυτικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής. Αθήνα: Σαββάλας.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΓΕΓΟΝΟΣ...